- υπουργώς
- Αεπίρρ. βλ. υπουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπουργῶς — ὑπουργός rendering service adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπουργός — ο, η / ὑπουργός, όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α νεοελλ. 1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση 2. το θηλ. η υπουργίνα α) γυναίκα… … Dictionary of Greek